κόλιαντρος

κόλιαντρος
ο
βλ. κόλιαντρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορίανδρο ή κόλιαντρος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. το εδώδιμον (Coriandrum sativum). Έχει ύψος 30 60 εκ., είναι λείο και κάθετα γραμμωτό. Τα φύλλα του είναι πτεροσχιδή και όταν τρίβονται αναδίδουν… …   Dictionary of Greek

  • εχομένιον — ἐχομένιον, τὸ (Α) πάπ. το φυτό κορίανδρον, κν. κόλιαντρος …   Dictionary of Greek

  • κόλλιαντρο — το (Α κολίανδρον) βλ. κόλιαντρος …   Dictionary of Greek

  • κόλιαντρο — ή κόλλιαντρο, το και κόλιαντρος ή κόλλιαντρος, ο (Α κολίανδρον, τὸ) ονομασία τού φυτού κορίαννο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίανδρον, με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • κόλλιανδρος — και κόλλιαντρος, ο βλ. κόλιαντρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”